Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Το Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου (ΑΓΠ)
  και η
   βιοτεχνία αργυροχρυσοχοίας
     Αφοί  Κ. Χατζηγεωργιάδη οε
    Μιλτιάδου 7 Αθήνα 10560
   σας εύχονται  
Καλές γιορτές
                               Καλή χρονιά                                   
με
 Υγεία
  και
  Χαρά.
   Φέτος με το Τρικάμαρο γεφύρι στη Δάφνη Καλαβρύτων.
 

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Ηπειρώτικα πέτρινα γεφύρια



Τα γεφύρια του Σκούμπη

Κείμενο-φωτογραφίες: Σπύρος Μαντάς-Θοδωρής Χαμάκος

Εφτά εβδόμου, στις εφτά! Το ραντεβού έμοιαζε συνθηματικό, μα ήταν σύμπτωση. Εφτά Ιουλίου, στις εφτά το πρωί, θα ξεκινούσε το ταξίδι μας για την Αλβανία. Τούτη τη φορά όμως, όχι από την Κακαβιά, αλλά από την Κρυσταλλοπηγή της Φλώρινας. Εξυπηρετούσε καλλίτερα τα σχέδιά μας, που τώρα ήταν να καταγράψουμε, όσο το δυνατόν πληρέστερα, τα πέτρινα γεφύρια του Σκούμπη.
Το ποτάμι αυτό, ο Γενούσος των Αρχαίων,πηγάζει δυτικά του Πόγραδετς και αφού διασχίσει εγκάρσια, στο μέσο περίπου, το σημερινό αλβανικό κράτος, χύνεται στην Αδριατική, κάτω από το Δυρράχιο. Η κοίτη του αποτελεί για την Ήπειρο το προς βορρά φυσικό σύνορό της, κάποτε και πολιτισμικό, τότε που ο χώρος απροσπέλαστος,...άπειρος, μπορούσε να διαμορφώνει τρόπο ζωής, ιδιαιτερότητες, κοινή νοοτροπία. Πλησιάζοντας στο Σκούμπη, τα ψηλά γνωστά μας ηπειρώτικα βουνά σιγά-σιγά χαμηλώνουν, σβήνουν οριστικά ανταμώνοντας τον ποταμό. Όταν πια αλλάζεις όχθη, τίποτα δεν παραμένει ίδιο.
 Ταξιδεύαμε στο μεγάλο κάμπο της Κορυτσάς! Μαζί μας ο Κώστας για να μεταφράζει. Ο Μπασκίμ, υπεύθυνος για την ασφάλειά μας, κι ο Αχμέτ, αυτός ο οδηγός του τζίπ. Αφήσαμε αριστερά μας την πόλη και πήραμε να ανηφορίζουμε για έναν αυχένα, απ' όπου, περνώντας τον, αντικρίσαμε την λίμνη της Αχρίδας, μεγαλοπρεπή, ήρεμη, να κατακλύζει τον χώρο. Στην πιο κοντινή της ακτή... σκάλωνε το Πόγραδετς.
Το τελευταίο το διασχίσαμε από το κέντρο του και, ύστερα, εγκαταλείποντας το δημόσιο,ανεβήκαμε στα οροπέδια της Μόκρας όπου, σε διαδοχικές, στενόχωρες κοιλάδες, δεκάδες υδάτινες αρτηρίες πάσχιζαν να δημιουργήσουν το Σκούμπη. Μ' έναν παλιό, καλό χάρτη και το κυριότερο τη βοήθεια πρόθυμων χωρικών δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε τα πρώτα μικρά μονότοξα γεφύρια.
Βρήκαμε και μελετήσαμε: το γεφυράκι του Μύλου, κάτω από το χωριό Καλυβάτσι, το πετρογέφυρο της Γιόλα, στο ομώνυμο χωριό, στο λάκκο Φτόχτε το γεφύρι του Τερζή, κοντά στο Προπίτσι, στης Βέλτσιανης το ποτάμι και στο τέλος, χωριό Μεγάλος Τσεσμές, φεύγοντας για Τρεμπίνια, ένα μικρό τόξο, απομεινάρι μεγάλου, πολύτοξου γεφυριού. Πλησίαζε μεσημέρι όταν, στον σχηματισμένο πια Σκούμπη, συναντήσαμε το πρώτο σημαντικό γεφύρι του ταξιδιού μας. Ήταν το γεφύρι του Γκόλικ.

Το γεφύρι του Γκόλικ
 Πήρε το όνομά του από το διπλανό χωριό. Το είπαν στον Κώστα – κι αυτός με τη σειρά του σε μας – τρεις ηλικιωμένοι χωρικοί που, στη θέα μας σταμάτησαν να κόβουν χόρτο στην αντικρινή πλαγιά και μας πλησίασαν.
Περίεργοι μείναν κοντά μας, όση ώρα εμείς φωτογραφίζουμε, μετρούμε, σχεδιάζουμε...
Το γεφύρι του Γκόλικ και με το μέγεθος και με την κίνηση των γραμμών του. Οι τεχνίτες του διάλεξαν να το χτίσουν δίνοντάς του μια από τις κλασσικές μορφές των ηπειρώτικων πετρογέφυρων. Είναι δίτοξο με μια μεγάλη, την κύρια, καμάρα και μια μικρότερη βοηθητική, αυτή που φεύγει για να πατήσει στη δεξιά όχθη. Ανάμεσά τους, ένα παράθυρο λειτουργεί ανακουφιστικά όταν ο Σκούμπης, με τις χειμωνιάτικες κατεβασιές του, το παρακάνει. Ο διάδρομος διάβασης καμπυλωτός φυσικά κορυφώνει το ανέβασμά του στην κεντρική αψίδα, εννιά μέτρα πάνω απ' το νερό. Δυστυχώς, δεν σώθηκαν στοιχεία για την ακριβή χρονολόγηση τούτου του γεφυριού, όμως η μορφή, η όλη τεχνοτροπία, αναγάγει το χρόνο κατασκευής του στις αρχές του 18ου αιώνα. Από τότε πρέπει να υπηρετεί το δρόμο Κορυτσάς – Μοναστηρίου (Μπίτολα), δρομολόγιο πολυσύχναστο για τα καραβάνια της εποχής.
Το γεφύρι του Γκόλικ.
Μετά το γεφύρι του Γκόλικ, λίγα ακόμη αλλά δύσκολα χιλιόμετρα και ξαναβγήκαμε στον δημόσιο, κοντά στο χωριό Κούκιες. Ο Σκούμπης, συνταξιδιώτης από δω και πέρα, κυλούσε δίπλα μας. Ποταμός και δρόμος, σε κοινή πορεία – μαζί και η σιδηροδρομική γραμμή – βάζαν κετεύθυνση για θάλασσα. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε τώρα – στο βάθος μιας κοιλάδας που ανοιγόκλεισμα – υπήρξε ανέκαθεν πολυσύχναστη. Μην ξεχνάμε όμως πως, κάποτε φιλοξένησε κι αυτήν ακόμα την Εγνατία.
Ε, λοιπόν, ίχνη της τελευταίας ψάχναμε και μεις να βρούμε στο Κούκιες. Τελικά μπορέσαμε να τα εντοπίσουμε στα ερείπια ενός παμπάλαιου γεφυριού, που όλοι οι παλιοί περιηγητές μνημονεύουν στις περιγραφές τους. Μισογκρεμισμένες πέτρες στις όχθες, κάμποσο καλντερίμι στην πλαγιά που...αντιστέκεται, σηματοδοτούν σήμερα, εδώ, τα ίχνη ενός δρόμου θρύλου...
Και συνεχίσαμε για Λιμπράζντ. Στις γειτονιές του, ένα ακόμα μεγάλο ποτάμι, ο Σεμερίσε, έρχεται από δεξιά να εμπλουτίσει τον Σκούμπη. Πολλά νερά, πολύ ζέστη, κι ένα παζάρι με χρώμα ανατολίτικο, συνέθεταν τη νέα μας εικόνα. Εμείς όμως, βιαστικοί, τρέχαμε ήδη στο δρόμο που, αλλάζοντας όχθη, έφευγε για Μιράκα. Στο μικρό αυτό συνοικισμό, οι πληροφορίες μιλούσαν για ένα γεφύρι ξεχωριστό. Όταν συναντήσαμε τα πρώτα σπίτια διακρίναμε τη φιγούρα του στο βάθος της κοιλάδας – το τοπίο είχε ανοίξει – εκεί όπου το ποτάμι καμπυλώνοντας, απομακρυνόταν προσωρινά.

Η καμάρα της Μιράκας
 Η καμάρα της Μιράκας! Για αρκετή ώρα θαυμάζαμε και φωτογραφίζαμε. Βρισκόμαστε, πραγματικά, μπροστά σ' ένα αλλιώτικο γεφύρι. Και πρώτα – πρώτα η ονομασία του. Παρά τα τρία τόξα, οι γύρω κάτοικοι το αποκαλούν ακριβώς έτσι, ...καμάρα! Διασώζεται δηλαδή εδώ – μάλλον αποδεικνύεται – μια εναλλακτική προσφώνηση των γεφυριών. Γιατί συνηθιζόταν αυτό παλιά, να αποκαλείται ένα γεφύρι...καμάρα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των τόξων του. Ο όρος επιβιώνει και σε μας, στη νοτιοανατολική Ήπειρο, που όμως περνά απαρατήρητο, καθώς όλα τα γεφύρια εκεί παρουσιάζονται μονότοξα.
Καμάρα Μιράκας.
 Αλλά η καμάρα της Μιράκας εκπλήσσει περισσότερο με μια κατασκευαστική ιδιορρυθμία της. Το ένα, το δεξιό από τα τρία της τόξα,αλλά και το παράθυρο προς την όχθη την αριστερή, έχουν χτιστεί σε σχήμα...τεταρτοκυκλικό! Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση στη μορφολογία των ηπειρωτικών πετρογέφυρων. Τεταρτοκυκλικές ανακουφιστικές θυρίδες μπορούμε να θυμηθούμε στα μισογκρεμισμένα σήμερα γεφύρια της Κυράς στη Μπαλντούμα και Σαρακίνας κοντά στην Καλαμπάκα. Τόξο όμως να παίρνει αυτή τη μορφή, τέτοιο σχήμα μάλλον αποτελεί μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα εκατοντάδες γεφύρια της Ηπείρου.
Τελευταία μας εικόνα από την Καμάρα της Μιράκας, ένα κοπάδι βόδια να διαβαίνει αργά, με σιγουριά τον ποταμό. Αλήθεια πόση ευγνωμοσύνη να οφείλεται στον εμπνευστή τούτου του έργου! Χάρη στη γενναιοδωρία του, κόσμος και κοσμάκης, μπορούσε να αψηφά τους θυμούς του Σκούμπη και βέβαια, στη συνέχεια να συμμερίζεται πρόθυμα να κάνει όσα η εντειχισμένη πλάκα με αραβική γραφή προέτρεπε... “Ας είναι ευτυχισμένη η ζωή του Αχμέτη από το Ελμπασάνι. Όποιος περνάει απ' εδώ, ας κάνει μια προσευχή για του γεφυριού τον ευεργέτη 1715”.!
Φάγαμε για μεσημέρι στις πέντε το απόγευμα. Ένας γέρος που έψηνε δίπλα στο δρόμο μας έπεισε να μπούμε στο μαγαζί του. Η πείνα είχε πια ξεπεράσει κι αυτή την κούρασή μας. Συνήλθαμε εκεί μέσα. Τρώγοντας ρύζι, κρέας και γιαούρτι, σ' ένα μείγμα τοπικής σπεσιαλιτέ. Ο γέρος δίπλα λαλίστατος είχε απαντήσει σε κάθε μας ερώτηση ακόμη και που ήταν κάποτε το γεφύρι του Χατζημπεκιάρη. Δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε μέχρι την Κλεισούρα που βρισκόταν το τελευταίο. Ο Σκούμπης – επέμενε ο γέρος – είχε εξαφανίσει προ πολλού κάθε ίχνος του γεφυριού ακόμη και το χάνι που 'στεκε στην άκρη του. Μείναν έτσι, ντοκουμέντα οι περιγραφές τόσων και τόσων περιηγητών που διάβηκαν εδώ τον ποταμό και διανυκτέρευσαν στο χάνι. Ο Γάλλος Βίκτωρ Μπεράρ στα 1891 γράφει: “θα κοιμηθούμε απόψε σ' ένα απομονωμένο χάνι στην είσοδο της γέφυρας του Χατζή – Μπεκιάρη. Το περίφημο αυτό γεφύρι του κάτω Σκούμπη είναι το μόνο που έχει διατηρήσει όλους τους θόλους του. Ένας γέρος εργένης (μπεκιάρης) προσκυνητής στη Μέκκα (Χατζής) το έχτισε στις αρχές του αιώνα. Καθώς τραβούμε τα ζώα μας στην άνοδο και τα συγκρατούμε στην κάθοδο εξακολουθούμε τις ευχαριστίες μας προς τον εργένη...”!

Γεφύρι στο χωριό Λιαμπινότι
 Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Τρέχαμε πλέον προς το Ελμπασάν, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Παρ' όλα αυτά έμελλε να συναντήσουμε ένα ακόμη γεφύρι. Όμορφο, μονότοξο και προπαντός γερό το βρήκαμε κάτω από το χωριό Λιαμπινότι, μέσα στο νέο οικισμό. Φανερό πως για απρόσκοπτη εδώ επικοινωνία έπρεπε οπωσδήποτε να γεφυρωθεί ο λάκκος που βλέπαμε. Να τον πούμε καλλίτερα ποτάμι αφού το νερό που έστελνε στο Σκούμπη – παρακάτω η συμβολή – και πολύ και γρήγορο ήταν.
Γεφύρι στο Λιαμπινότι.


Στο Ελμπασάν, πόλη μεγάλη πυκνοκατοικημένη, προσπαθήσαμε να ηρεμήσουμε,να κοιμηθούμε εξοικονομώντας δυνάμεις για την επόμενη.
Δεν ήταν εύκολο. Λιγότερο ο φόβος, περισσότερο οι φοβίες δεν μας άφησαν να κλείσουμε μάτι όλη νύχτα. Θυμόμαστε και το μπλόκο που είχαμε πέσει στην είσοδο στα πρώτα σπίτια της πόλης. Κόσμος, αυτοκίνητα, συνωστισμός. Οι αστυνομικοί όμως με τις μαύρες κουκούλες στα πρόσωπα περισσότερο φόβιζαν παρά καθησύχαζαν. Ευτυχώς ο Μπακίμ έλυσε το πρόβλημα σχετικά γρήγορα... Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε,μάλλον σηκωθήκαμε νωρίς – νωρίς. Το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη σε δυο γεφύρια κοντά στη πόλη. Επρόκειτο για τα γεφύρια του Ζαρανίκα και του Κουρτ – Πασιά. Όμως, πολλές φορές άλλα περιμένεις και άλλα συναντάς.
Στην περίπτωσή μας, δυστυχώς και τα δυο γεφύρια τα βρήκαμε κατεστραμμένα. Για του Κουρτ – Πασιά το υποψιαζόμαστε, το άλλο όμως του Ζαρανίκα σπαταλήσαμε όλο το πρωινό μας αναζητώντας το. Τελικά το εντοπίσαμε, μάλλον φτάσαμε στη θέση όπου βρισκόταν κάποτε, μέσα στην πόλη. Άδικα το ψάχναμε έξω, όπως τα παλιά βιβλία περιέγραφαν. Το Ελμπασάν έχει εξαπλωθεί τόσο, ώστε συμπεριέλαβε το γεφύρι στα προάστιά του. Σήμερα είναι τσιμέντο!

Συρμάτινο γεφύρι στον Σκούμπη
 Απογοητευτήκαμε. Ταυτόχρονα όμως νιώσαμε και τυχεροί, γιατί μπορέσαμε να βρούμε φωτογραφία, που και τη μορφή του παλιού πέτρινου γεφυριού μαρτυρούσε και την αιτία του τέλους του αποκάλυπτε. Ήταν – κοιτάζαμε στη φωτογραφία – με λάθος σοβαρό στη μορφή του. Μια μικρή καμάρα, δηλαδή βοηθητική, είχε χτιστεί στο κέντρο του ποταμού, κι έτσι, οι υπόλοιπες τέσσερις, αρκετά μεγάλες διατάσσονταν συμμετρικά της – δεξιά κι αριστερά – στις άκρες της κοίτης.
Φυσικά ο Ζαρανίκας ένα τέτοιο λάθος δεν μπορούσε να το συγχωρήσει. Σε μια χειμωνιάτικη κατεβασιά του τα ξήλωσε όλα...
Συρμάτινο γεφύρι στον Σκούμπη.
Θελήσαμε να δούμε από κοντά και τα ερείπια του άλλου γκρεμισμένου γεφυριού του Κουρτ – Πασιά. Γι' αυτό φύγαμε νότια. Ο Σκούμπης κυλάει τα νερά του μερικά χιλιόμετρα κάτω από την πόλη αφήνοντας το Ελμπασάν δεξιά. Ανοιχτός εκεί ο τόπος, πλατιά η κοίτη, κάθε άλλο παρά προσφερόταν η θέση για να στηθεί το γεφύρι. Μα όσο δύσκολη, όσο επικίνδυνη η κατασκευή, άλλο τόσο κι απαραίτητη. Προσπάθησαν πολλοί εδώ, να στεριώσουν το γεφύρι. Μάταιες οι απόπειρες, γρήγορα διακόπτονταν, είτε γιατί τα χρήματα δεν επαρκούσαν, είτε γιατί ο Σκούμπης είχε άλλη άποψη.
Τελικά μόνο ο Κουρτ – Πασιάς, πετυχημένος τοπάρχης στο Μπεράτι, τα κατάφερε. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτός ο πασάς χρηματοδοτούσε τέτοιο έργο. Στα 1778, ένα τεράστιο γεφύρι το μεγαλύτερο μέσα σ' ολόκληρη την Ήπειρο – έστω στις εσχατιές της – έλυνε το πρόβλημα, ανακούφιζε τον κόσμο. Και λειτούργησε χρόνια πολλά, κοντά ενάμιση αιώνα πριν το λυγίσει η αχαριστία των ανθρώπων. Ευτυχώς, ένας φωτογράφος θρύλος για την Αλβανία ο Μαρούμπι, είχε την πρόνοια να το αποθανατίσει σε καιρούς ανύποπτους, τέλη 19ου αιώνα. Έτσι, εμείς σήμερα μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτό με ακρίβεια.

Εν ενεργεία νερόμυλος στον Σκούμπη
 Είχε δώδεκα μεγάλα τόξα που, πειθαρχημένα με ισάριθμα ανεβοκατεβάσματα, έζευγαν τις μακρινές όχθες. Ανάμεσα στα τόξα πάνω από κάθε βάθρο ανοιγόταν κι ένα παράθυρο. Όλα αυτά τα παράθυρα , ψηλά δεξιά και αριστερά τους, φιλοξενούσαν δύο ακόμη θυρίδες, μικρά τεταρτοκύκλια. Συνολικά δηλαδή, τριάντα τρία ολόκληρα ανοίγματα πέρα και πάνω από τα τόξα, κυριολεκτικά κεντούσαν το γεφύρι, που διάτρητο έπαιρνε όψη πέτρινης δαντέλας. 
 
Εν ενεργεία νερόμυλος στον Σκούμπη.

“Μεγαλοπρεπής η γέφυρα ην έκτισεν ο Αχμέτ Κουρτ Πασσάς”...έγραφε ο Λαμπρίδης...κι εδώ το ταξίδι μας σταμάτησε. Μάλλον διακόπηκε γιατί ο Σκούμπης συνέχιζε το δρόμο του να βγει στη θάλασσα. Όμως εμείς δεν είχαμε άλλες πληροφορίες για γεφύρια ούτε οι συνθήκες επέτρεπαν ένα πιο ελεύθερο ψάξιμο.
Σίγουρα είναι, πως αν κάτι από αυτά αλλάξει αργότερα, θα επιστρέψουμε να συνεχίσουμε.
Προς το παρόν ταξιδεύαμε για Τίρανα! Έχοντας κλείσει δωμάτια εκεί, σε ένα καλό ξενοδοχείο, ελπίζαμε σε λίγες μέρες ξεκούρασης και ξενοιασιάς. Καμιά φορά, δύο μέρες...έντασης, όπως αυτές που ζήσαμε, ισοδυναμούν με ταλαιπωρία εβδομάδων. Άξιζε όμως ο κόπος! 

 Η παραπάνω εργασία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άπειρος Χώρα, αριθμ. Τεύχους 31, τον Απρίλιο του 2002.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Περαταριά στον Αλφειό.

   Λειτουργούσε στις εκβολές του Αλφειού, στο ύψος του σημερινού Επιταλίου (Αγουλινίτσα), που το αναφέρει ο Πουκεβίλ ως εξής: “...όταν επέστρεψα από την περιήγησή μου στον Αλφειό, επιβιβάστηκα στο πορθμείο που οι ιεράρχες του πύργου εκμισθώνουν σήμερα αντί οχτακοσίων πιάστρων, χρησιμοποιώντας τα έσοδα για το φωτισμό των εκκλησιών της πόλης τους”. (1)
   Επίσης ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι “...στο στόμιο του Αλφειού...ο αμμόλοφος πάνω στον οποίο στέκονται κι ασκούσαν την τέχνη τους είχε διαμορφωθεί πολύ πρόσφατα. Πρόσθεσαν μάλιστα, ότι πριν απ' αυτή την επιχωμάτωση, μπορούσαν κι έπλεαν στο ποτάμι πλοία πενήντα ως ογδόντα τόνων, ενώ τώρα διέρχονται με δυσκολία σκάφη των δεκαπέντε και των είκοσι τόνων. Το ίδιο μου είχαν πει και στον Πύργο.” (2)
   Ο Πλίνιος θεωρούσε τον Αλφειό πλωτό σε βάθος 6 μιλίων και έτσι σχεδίες έφταναν μέχρι το χώρο της Ολυμπίας.
   Όπως γίνεται αντιληπτό ο Αλφειός παλαιότερα ήταν πλωτός μέχρι ενός σημείου, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβαση μικρών σκαφών και την λειτουργία πορθμείων μέχρι και το 1890, όπου κατασκευάστηκε η νέα γέφυρα λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής.
  Υπάρχει και σχετική φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά (Frend Boissonnas 1858–1946, Γαλλοελβετός φωτογράφος) με τον τίτλο Ολυμπία – Αλφειός 1903.
 
Ολυμπία-Αλφειός 1903. Fred. Boissonnas.

  Μια μαρτυρία του Βασ. Σιακωτού, στη θαυμάσια δουλειά του που αναφέρεται στην Ενετοκρατία στην Πελοπόννησο (1687-1715), λέει πως
ο Έκτακτος Προνοητής του Μοριά Tadio Gradenigo παρατηρεί την πλευσιμότητα για 6 μίλια του Αλφειού με μεγάλα πλοία και με βάρκες στην υπόλοιπη διαδρομή και επισημαίνει την ανυπαρξία περάσματος επί του Αλφειού. Το μόνο πλωτό μέσο διέλευσης που υπήρχε ήταν ένα είδος μονόξυλου (που θυμίζει τις ινδιάνικες πιρόγες). Προτείνει την κατασκευή πορθμείου στον Αλφειό (passo), κατά το αντίστοιχο παράδειγμα της Ιταλίας αλλά και στον Πηνειό, και, σημειώνει ότι στο Μοριά συνήθως απαντώνται πετρογέφυρα, που πολλά απ' αυτά χρήζουν επισκευής.” (3)
  Και παρακάτω Έτσι, στις 20 Απριλίου 1693 (ν. ημ.) οι Ζακυνθινοί Γιάννης Προκόπης και Γιάννης Χαϊνιάτης συνάπτουν συμφωνία με το Βενετό υποδιοικητή της Πελοποννήσου Marin Michiel να κατασκευάσουν δύο βάρκες μήκους 8,5 m περίπου την κάθε μία (5 passi) για την διέλευση του Αλφειού με συνολικό τίμημα κατασκευής 55 ρεάλια. Την άλλη χρονιά (20 Μαΐου 1694 ν. ημ.), ο ίδιος Βενετός αξιωματούχος καθόρισε το αντίτιμο των ναύλων για τη διέλευση του Αλφειού με το πορθμείο. Οι πεζοί όφειλαν να πληρώνουν 6 σολδία (1 σολδίο=1/10 του ρεαλιού), οι έφιπποι 12 σολδία, για κάθε χοντρό ζώο 4 σολδία, για τα 10 αιγοπρόβατα 6 σολδία, για κάθε χοιρινό 1 σολδίο, για κάθε βουβάλι 6 σολδία και κάθε έφιππος κυνηγός 16 σολδία.” (4)
  Το έργο της περαταριάς είχε αναλάβει ο μαστρο-Γιάννης Χωνιάτης (Χαϊνιάτης). (5)
"Ο Αλφειός στην αρχαιότητα ήταν το ποτάμι με τους περισσότερους θρύλους, το ποτάμι που περιγράφηκε και υμνήθηκε όχι μόνο από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές αλλά και από τους Λατίνους. Το ελληνικό "Χρονικόν του Μορέως" που είναι και η κυριότερη πηγή μιας ταραγμένης εποχής στον τόπο μας, της Υστεροβυζαντινής, αναφέρει 14 φορές τον Αλφειό αλλά ελαφρά παραλλαγμένο σε Α λ φ έ α και πάντα με τις εκφράσεις παραπόταμο ή περεπόταμο του Αλφέως ή στο πέρασμα του Αλφέως...στο τέλος της φραγκοκρατίας ο Αλφειός πήρε τ' όνομα Ρουφέας (ρουφιάς), που είναι λαϊκή ονομασία του γνωστή και σήμερα".(6)
Και παρακάτω αναφέρει ότι "Ο καθηγητής ΒΟΝ αναφέρει πως το Παλιοφάναρο του Αλμπεργκέττι, βρίσκεται στο γαλλικό χάρτη, έξι με εφτά χιλιόμετρα από την Ολυμπία. "Ένας λόφος, γράφει, δεσπόζει στο σημείο αυτό στην κοιλάδα και από την αρχαιότητα, ένα πέρασμα επιτρέπει να διασχίσει κανείς τον ποταμό με βάρκα - ο Πουκεβίλ την αποκαλεί μονόξυλο - ή με τα πόδια το καλοκαίρι. Πιστεύουν πως είναι η τοποθεσία της αρχαίας Φρίξας που σημειώνεται στον χάρτη του Graetinghofe" ". (7)
  Την περαταριά στον Αλφειό χρησιμοποίησε και ο Leake,  φεύγοντας από τον Πύργο χρησιμοποιώντας άλογα με αγωγιάτες, αφήνοντας πίσω του, όπως αναφέρει, προς τη θάλασσα τη λίμνη της Αγουλινίτσας, με τα διβάρια της. (8)
   Ο Ιρλανδός Edward Dodwell (1762-1832) αφού μας αναφέρει το λόγο επίσκεψής του στην Ελλάδα (να την κάνει γνωστή στον φίλο της αρχαίας Ελλάδας, κλπ), συνεχίζοντας λέει ότι μένοντας στο χωριό Μιράκα (περιοχή όπου τοποθετείται η αρχαία Πίσσα) ξεκίνησε την περιοδεία του από την Ολυμπίας, περνώντας τον Αλφειό, που η διάβασή του γινόταν με μονόξυλα (αυτό γινόταν κατά μαρτυρίες στη συγκεκριμένη περιοχή μέχρι και το 1950) κατευθύνθηκε προς τη Σκιλλουντία.
   Αναφορά για την περαταριά στον Αλφειό, σαν γεφύρι σε αυτή την περίπτωση, αναφέρεται κατά την εισβολή του Ιμπραήμ το 1825 στην Ηλεία. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι: "...ο αρχηγός των Αιγυπτίων διέσχισε τον ποταμό, νότια της πόλης του Πύργου, κάνοντας χρήση της γέφυρας, την οποίαν είχαν κατασκευάσει οι ντόπιοι προκειμένου να περνούν από τη μια όχθη στην άλλη τα ζωήλατα οχήματα και τα κτήνη τους. Στην συνέχεια εισήλθε ανενόχλητος στον εγκαταλελειμμένο από τους κατοίκους του, Πύργο, μέρος του οποίου παρέδωσε στις φλόγες". (9)


Σημειώσεις-βιβλιογραφία

  1. Πουκεβίλ. Ταξίδι στην Ελλάδα. Πελοπόννησος. Εκδόσεις ΣΥΛΛΟΓΗ Αφοί Τολίδη, σελ. 209 Αθήνα 1995
  2. Ομοίως. Σελ. 208
  3. Βασίλειος Σιακωτός. “'Έργα γεφυροποιίας, υδραγωγεία, οικοδομικά συνεργεία και συντεχνίες οικοδόμων στη Βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο (1687-1715). Η επισκευή της Γέφυρας της Μονεμβασιάς στα 1700.” “Περί Πετρογέφυρων-Μαστόροι και Γεφύρια”. Γ' Επιστημονική Συνάντηση ΚΕ.ΜΕ.ΠΕ.Γ. Αθήνα 2009. Σελ. 20
  4. Ομοίως. Σελ. 23
  5. Ομοίως. Σελ. 24
    6. Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία (1205-1428). Τοπωνύμια-Κάστρα-Ναοί. Τόμος δεύτερος. Αθήνα 1994, σελ 65 και 66.  
    7. Ομοίως, σελ. 108.
    8. Martin Leake. Travels in the Morea. London 1830. 
    9. Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 295 Μάρτιος 2022.