Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου

Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου
Πετρογέφυρα: διαδρομές...της φύσης τα καμώματα...δημιουργήματα...μνήμες...αναφορές...βιώματα

Τιμή στους μάστορες, που άφησαν με τα εμπνευσμένα έργα των χεριών τους το ίχνος τους στην ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, σμιλεύοντας την πέτρα και δαμάζοντας το νερό της Πελοποννησιακής γης, με την απαράμιλλη τεχνική τους, τη φλόγα της ψυχής τους και το σεβασμό στη φύση.
Ας γνωρίσουμε αυτούς και τα έργα τους.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

7. Ρεκουνιώτες και άλλοι μαστόροι



Το Λευκοχώρι (Ρεκούνι μέχρι το 1940, ΦΕΚ 271Α' 03/09/1940), βρίσκεται δυτικά των Λαγκαδίων, χτισμένο σε υψόμετρο 550 μέτρων στη βόρεια πλευρά του λαγκαδινού ρέματος ή Τουθόα.

Οι κάτοικοι του ορεινού αυτού χωριού άρχισαν να ασκούν το επάγγελμα του χτίστη από τις αρχές του 19ου αιώνα, αφήνοντας την Μπολαριά, την ζητιανιά δηλαδή, που την χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε σαν μέσο βιοπορισμού, προσποιούμενοι πολλές φορές τους ανάπηρους και γυρίζοντας έτσι όλα τα χωριά της Πελοποννήσου.
Ρεκούνι


Την τέχνη, απ' ότι φαίνεται, την έμαθαν από τους λαγκαδινούς μαστόρους, ακολουθώντας τα μπουλούκια τους και δημιουργώντας αργότερα δικά τους.

Χρησιμοποιούσαν συνθηματική γλώσσα, τα Μπολιάρικα, που μιλούσαν και οι λαγκαδινοί μαστόροι αν και οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι “ευτούνα (τα μαστόρικα δηλαδή) τα βγάλανε οι Ρεκουνιώτες που ήσαντε διακονιαραίοι.” (1)

Γι' αυτή την άποψη ο Γ. Αικατερινίδης λέει:
Γεφύρι στο Ρεκούνι


Η ομολογία αυτή των λαγκαδινών φαίνεται να είναι απόρροια της αντιλήψεως ότι η συνθηματική γλώσσα επιφέρει μομφήν τινά εις αυτούς που τη χρησιμοποιούν, αφού κύριος σκοπός της είναι η απόκρυψις των λεγομένων και κατά συνέπειαν δημιουργείται η εντύπωσις ότι καταβάλλεται προσπάθεια προς απόκρυψιν μεμπτού τινός. Δια τούτο οι περισσότεροι κρυφογλωσσίται προσπαθούν να παραστήσουν την γλώσσα των αναξίαν και αστείαν. Πιθανώς λοιπόν, ούτω και οι λαγκαδινοί σκεπτόμενοι, να απέδωσαν εις τους πλησιοχώρους των Ρεκουνιώτες, εν είδει ψόγου, και την κοινήν εις αμφότερα τα χωρία συνθηματικήν γλώσσαν. Δια τους ως άνω λόγους πιστεύομεν ότι η περί ης ο λόγος συνθηματική γλώσσα εδημιουργήθη το πρώτον υπό των κτιστών των Λαγκαδίων. Πλησίον αυτών εργαζόμενοι οι Ρεκουνιώται ως βοηθοί εξέμαθον μετά της τέχνης και την γλώσσαν ταύτην, η οποία εν συνεχεία επλουτίσθη δια νέων λέξεων.” (2)
Λυσσαρέα Ηραίας


Την άποψη αυτή δεν αποδέχεται ο Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος λέγοντας ότι “... δεν πιστεύω όμως ότι την συνθηματική γλώσσα, που μιλούσαν οι λαγκαδινοί, οι ρεκουνιώτες και οι άλλοι γορτύνιοι χτίστες, εδημιούργησαν το πρώτον οι λαγκαδινοί. Κάποιο βέβαια συνθηματικό γλωσσάριο χρησιμοποιούσαν οι λαγκαδινοί για τις ανάγκες τους, αλλά και κάποιο πυρήνα συνθηματικής μπολιάρικης γλώσσας πρέπει να είχαν δημιουργήσει και οι ρεκουνιώτες για τις δικές τους ανάγκες.” (3)

Πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι η επαφή των ρεκουνιωτών με τα λαγκαδινά μπουλούκια εμπλούτισε την γλώσσα και των δύο και έτσι δημιουργήθηκαν τα Μπολιάρικα, η κοινή γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λαγκαδινοί, οι ρεκουνιώτες και γενικότερα οι γορτύνιοι χτίστες.
Βυζίκι


Τη συνθηματική τους αυτή γλώσσα οι γορτύνιοι την ονόμαζαν Κρεκόνικα, Κρικόνικα ή Κρικονίστικα, οι λαγκαδινοί Μπολιάρικα και ρεκουναίϊκα σε αντίθεση με τους Κλουκινοχωρίτες που μίλαγαν τα Μπαραμπάτικα.

Οι ρεκουνιώτες μαστόροι το πρώτο τους ταξίδι το έκαναν στις αρχές Μαρτίου, το δεύτερο το Μάϊο και το τρίτο τον Ιούλιο. (4) Φρόντιζαν όμως να επιστρέφουν του Αγίου Δημητρίου, που γιόρταζε ο πολιούχος του χωριού τους.

Γνωστός πρωτομάστορας από το Ρεκούνι είναι ο Φίλ. Παπαθεοδώρου, που το 1866 έχτισε μεταξύ των άλλων και το δημοτικό σχολείο του χωριού του, όπως φαίνεται από υπογραφή πάνω στην πόρτα του. (5)
Ο γιατρός Σωτήρης Σωτηρόπουλος από την Δίβρη (Λαμπεία) της ορεινή Ηλείας θυμάται ότι "οι ρεκουνιώτες επαίτες (ζητιάνοι ή διακονιαραίοι στην καθομιλουμένη) ήταν οι καλλίτεροι γαμπροί, ανάλογα με τα πόσα περισσότερα ραβδιά είχαν πίσω από την πόρτα τους...έλεγαν παλιά" (6)
Ψάρι Ηραίας


Πέρα από τα παραπάνω αναφερόμενα μαστοροχώρια και άλλα χωριά της Πελοποννήσου διεκδικούν την τιμή του μάστορα. Σ' αυτά συγκαταλέγονται τα χωριά Λυσσαρέα (Μπουγιάτι), Δόξα (Βρετεμπούγα), Βυζίκι, Αετοράχη (Ζουλάτικα), Ψάρι της Γορτυνίας , που έμαθαν κατά πάσα πιθανότητα την τέχνη από τους φημισμένους λαγκαδινούς μαστόρους.


Βιβλιογραφία-σημειώσεις


  1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου”. Εκδ. οίκ. ΜΕΛΙΣΣΑ. Σελ. 63. Αθήνα 1983
  2. Γ. Ν. Αικατερινίδης. “Γορτυνιακά” Α' σελ. 106-123. 1972
  3. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Όπως παραπάνω, σελ. 64
  4. Γ. Ν. Αικατερινίδης. “Η συνθηματική γλώσσα των χτιστών του Ρεκουνίου (Λευκοχωρίου) Γορτυνίας. Γορτυνιακά Α', σελ 109,110.
  5. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος, όπως παραπάνω, σελ. 30
    6. Αφήγηση του Σωτήρη Σωτηρόπουλου στον γράφοντα.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

6. Μαστόροι Κατσουλιάς



Οι κάτοικοι του ορεινού χωριού Περδικονέρι (Κατσουλιά μέχρι το 1961), που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 840 μέτρων, στο βόρειο τμήμα της Αρκαδίας, του δήμου Γορτυνίας, άρχισαν να ασχολούνται με την μαστορική τέχνη από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Οι Κατσουλιώτες μαστόροι ήσαν οργανωμένοι σε μπουλούκια, τα οποία φρόντιζαν να επιστρέφουν στο χωριό τους, πέρα των μεγάλων γιορτών Πάσχα και δεκαπενταύγουστο, κατά τη γιορτή του πολιούχου του χωριού τους, του Αγίου Δημητρίου.

Είχαν επίσης συνθηματική γλώσσα, που μαζί με το επάγγελμα του χτίστη, έμαθαν από τους λαγκαδινούς μαστόρους. (1)
Κατσουλιά


Ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης μας λέει ότι “ρώτησα συχνά τεχνίτες που με πληροφορούσαν για το μυστικό τους ιδίωμα, για πιο σκοπό έχουν μια ξεχωριστή γλώσσα. Οι απαντήσεις ήταν: 

  " Για να μην τoυς καταλαβαίνουν οι άλλοι, ο νοικοκύρης.

 Δεν τα λέμε ολοένα...όταν θέλω να φυλαχτώ από    έναν...άλλωσπως κουβεντιάζουμε τη γλώσσα μας.

Για τα συμφέροντά μαs

      Την έχουμε μπαστάρδικη τη γλώσσα μας για να μη   
       μας καταλαβαίνει ο κόσμος".(2)

Στα χωριά της Γορτυνίας, χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος διάλογος, που ακουγόταν σε σχέση με το χωριό αυτό:

-Από που είσαι;

-Από την Κατσουλιά

-Παρ' τα σφυρόμυστρά σου

και πάμε για δουλειά. (3)

Γνωστοί πρωτομάστορες από την Κατσουλιά ήσαν οι αδελφοί Πετρόπουλοι (Πλαστηραίοι), ο Χαρ. Γαλανόπουλος (Κουκούγιας), ο Δημ. Μουστόγιαννης (Μοραϊτίνης), ο Δημ. Κυριακόπουλος, ο Ηλίας Γαλανόπουλος (Αρχοντής), οι αδελφοί Κωστόπουλοι κ. ά.
Κατσουλιά (Περδικονέρι)


Μάλιστα ο Δημ. Μουστόγιαννης μας δίνει κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για το πως ξεκίνησε σαν μαστορόπουλο 13 ετών, ακολουθώντας τα μπουλούκια των λαγκαδινών μαστόρων, έμαθε την τέχνη και δημιούργησε δικό του μπουλούκι και ταξίδευε σ' όλη την Πελοπόννησο, ασκώντας το επάγγελμα του χτίστη:

Από 13 χρονών παιδάκι έφυγα από το Ελληνικό σχολείο Τροπαίων και η τύχη μου με εδίκασε να μπλέξω σε αυτή την αγαρινή λεγόμενη τέχνη. Τα χρόνια εκείνα εργάστηκα με λαγκαδινούς, διότι μαστόροι από την Κατσουλιά υπήρχαν καμιά τριανταριά, οι οποίοι δεν εγνώριζαν καλά την τέχνη αυτή, και συνεργαζόμαστε με λαγκαδινούς. Εμείς οι νεότεροι, από τη μεγάλη αγανάκτηση, αποκτήσαμε την επιμονή και υπομονή και εμάθαμε την τέχνη και αρχίσαμε να κάνουμε συνεργεία δικά μας. Μπουλούκια τα ελέγαμε τότε. Ταξιδεύαμε με τα ζώα, γαϊδούρια και μουλάρια, ως τη Μονεμβασία της Λακωνίας, Πύλο, Γύθειο, Αργολιδοκορινθία, Καλαβρυτοχώρια, σε όλα τα χωριά της Πελοποννήσου, ωσότου φτάναμε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί σταματούσαμε με τα ζώα, οπού προ ολίγων ετών τα εγκαταλείψαμε και ασχοληθήκαμε σε δημόσιες και ιδιωτικές εργασίες με παραδοτέα τα υλικά...” (4)


Αναφέρεται, κατά παράβαση των ισχυόντων που ήθελαν τον πρωτομάστορα να είναι κάποιας ηλικίας, σαν προϋπόθεση για την εμπειρία, την ικανότητα, την φήμη, την υπόληψη, την μακροχρόνια θητεία στο επάγγελμα και την ευστροφία, ότι ο Δημήτρης Μουστόγιαννης (Μοραϊτίνης) από την Κατσουλιά, έγινε πρωτομάστορας στην ηλικία των 19 ετών. (5)



Βιβλιογραφία-σημειώσεις



  1. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου”. Εκδ. οίκ. ΜΕΛΙΣΣΑ. Σελ. 63. Αθήνα 1983
  2. Μανώλης Τριανταφυλλίδης. “Ελληνικές συνθηματικές γλώσσες” 1963
  3. Ομοίως, σελ. 30
  4. Ομοίως, σελ. 30
  5. Ομοίως, σελ. 51

5. Μανιάτες μαστόροι



  Και η Μάνη ανέδειξε σπουδαίους μαστόρους της πέτρας, που το βλέπουμε ανάγλυφα στους θαυμάσιους πύργους και τα πυργόσπιτα που είναι σπαρμένα σ' όλη την περιοχή.
Οι Μανιάτες κάλυπταν τις κατασκευαστικές τους ανάγκες κυρίως από ντόπιους χτίστες, τους Μανιάτες μαστόρους που τους συναντάμε από τον 19ο αιώνα, αλλά και από άλλα μπουλούκια που δούλευαν στον τόπο τους, κυρίως λαγκαδινά.
Οι μαστόροι από τη Μάνη βοήθησαν στη διαμόρφωση της ντόπιας αρχιτεκτονικής αλλά δεν ήταν οργανωμένοι σε μπουλούκια, δεν μιλούσαν καμία συνθηματική γλώσσα, χαρακτηριστικό δείγμα της ψυχολογίας τους και ήταν άγνωστοι στην υπόλοιπη Πελοπόννησο.
“...στην παλαιότερη φάση της Μάνης φαίνεται ότι δεν εισχωρούσαν σ' αυτή τα ξένα συνεργεία, χτίζαν οι ίδιοι οι κάτοικοι (που όλοι τους σήμερα ακόμη έχουν κυριολεκτική ποιητική, δηλ. κατασκευαστική ικανότητα), χτίζαν κάνοντας αργατεία, μ' επικεφαλής κάποιον μάστορα”. (1)
Πύργος Μπαρελάκου

Οι περισσότεροι Μανιάτες μαστόροι κατάγονταν από τα χωριά της Δυτικής Μάνης και μερικοί απ' αυτούς δεν ήταν μόνο χτίστες αλλά ταυτόχρονα ασκούσαν και άλλα επαγγέλματα και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και από το παρακάτω χαρακτηριστικό τραγούδι:
εγίνη πρώτος μάστορας
και μάστορας και μαραγκός
και ψάλτης της εκκλησιάς
και παλληκάρι φοβερό” (2)

Ο Βασίλης Ν. Γεωργακούνιας (1872-1949), από τον Πύργο Διρού, ήταν χτίστης, μαραγκός, εκτιμητής, μελισσουργός και γλύπτης. (3)
Τα εργαλεία της δουλειάς τους οι Μανιάτες μαστόροι τα έλεγαν χειρότεχνα, ενώ αυτός που έβγαζε την πέτρα από το νταμάρι λεγόταν πετρολόος ή πετροφάος (4) και αυτός που την πελεκούσε πετροπελεκητής σε αντίθεση με την ονομασία πελεκάνος, που συναντάμε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. 
Την πέτρα την έβγαζαν από τα λατομεία με πρωτόγονες μεθόδους και με τους ειδικούς για το σκοπό αυτό πετρολόους ή πετροφάγους. Για τη μεταφορά χρησιμοποιούσαν μουλάρια,  γαϊδούρια ή και καΐκια αν ήθελα να τη μεταφέρουν σχετικά μακριά. Αν θέλανε να βγάλουνε μεγάλες πέτρες από απόκρημνο μέρος, άνοιγαν τρύπες ρίχνανε μέσα καυτό νερό για να ραγίσουν. Μετά με βαρειές, λοστούς και παραμίνες τις έριχναν κάτω. Αν ήταν μικρές τις πελεκούσαν επιτόπου. Τις μεγαλύτερες, που τις ήθελαν σαν τέτοιες, τις κυλούσαν κάτω σε σχετικά επίπεδο έδαφος και τις κουβαλούσαν με τα ζώα στο μέρος κατασκευής του έργου.
Γεφύρι Κοσκάρακα
Οι περισσότεροι Μανιάτες μαστόροι είχαν “καλλιτεχνικό μεράκι” (5) και σαν πετροφάοι ήταν “σπουδαίοι μαστόροι στο σκάλισμα της πέτρας” (6) και έτσι ήταν αφού έγιναν πραγματικά ονομαστοί σαν σπουδαίοι στο πελέκημα και κυρίως στο σκάλισμα της πέτρας.

Η επιγραφή στο σπίτι του Κισκήρα
Σπουδαίος “πετροφάος” ήταν ο μαστρο-Γιαννακός Κισκήρας (1820-1904,5) από την Λαγκάδα της Μεσσηνιακής Μάνης (7), που έχτισε το πολύ όμορφο σπίτι του στη Λαγκάδα με την επιγραφή “1859 ο παρόν οίκος εκτίσθη δια φιλοπονίας του Κυρίου αυτού Ιωάννου Σ. Κισκήρα” και ο οποίος λέγεται ότι ταξίδεψε για δουλειά μέχρι την Ιταλία και ακόμη ο Καλοπόθος Λιμπέρης, από την Κίττα (την πολυπυργού) που έχτισε εκτός των άλλων και το καμπαναριό της Χιμάρας, χτίστης και άριστος γλύπτης. (8)

Ονομαστοί ήταν επίσης οι Πέτρος Ν. Θωμάκος από τη Χιμάρα της προσηλιακής Μάνης, που το 1882 έχτισε το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του χωριού του, ο Δημήτρης Εξαρχάκος από το χωριό Γλέζου και ο Γιαννιός Κάσσης από την Πάλυρο. (9) Στον τελευταίο αναφέρεται και το παρακάτω μοιρολόϊ:
Ά, βρε ριχτέ βρεκόλακα
που δεν εχόρταινες δουλειά,
εξύπνας νύχτα αποταχειά
κι' ίχια με τα μεσάνυχτα
έχτηνες πύργους και αυλές
και σπίτια και γυρίσματα,
έ πετροφάο και ληστή
στου Κουελούς και στο Βαθύ
και τα διπλοκαπάκιαζες.
Πύργους επά, πύργους εκεί,
πύργους στα Δημαρίστικα,
πύργους στα Βουγιουκλιάνικα,
και στα Μιχαλεάνικα,
πύργους στη Νόμια το Καμπί,
και στο Κεντροκολόσπιτο.
Τα πλέρωσε τα μάρμαρα
μ' ασήμια και με μάλαμα.
Το καλντερίμι Σωτηριάνικα-Αλτομιρά (Μπίλιοβο), το σχεδίασε (τις πρώτες 40 στροφές) το 1904 ο Παναγιώτης Αφεντάκης και χτίστες ήταν οι αδελφοί Νίκος και Στασινός Σταυριανέας από τα Σωτηριάνικα. Πελεκάνοι ήταν οι αδελφοί Παναγιώτης και Κωνσταντίνος Κοζομπόλης από την Αλτομιρά.
Καλτερίμι Σωτηριάνικα-Αλτομιρά(Μπίλιοβο)

Επιπλέον ο Νίκος Σταυριανέας μαζί με τους αδελφούς Παναγιώτη και Κωνσταντίνο Κοζομπόλη, το 1924, επισκεύασαν το γεφύρι του Κοσκάρακα, που είχε πάθει ζημιές από ένα δυνατό κατέβασμα του χειμάρρου.
Ο Δρ. Αργύρης Πετρονώτης, αρχιτέκτονας μηχανικός και ακούραστος μελετητής της τέχνης των μαστόρων σ' όλη την Ελληνική επικράτεια, μας δίνει έναν λεπτομερή κατάλογο μανιατών μαστόρων, όχι μόνο από την Δυτική (Αποσκιερή) Μάνη αλλά και από την Προσηλιακή. Έτσι σπουδαίοι μαστόροι ήσαν:
~ Η οικογένεια των Καλφακιάνων (το όνομα παραπέμπει σε παλιά μαστορική οικογένεια) από τον οικισμό Ξεμονάκι του χωριού Δροσοπηγή (Τσεροβά), κοντά στο Οίτυλο. Απ' αυτούς ο Παναγιώτης Καλφακάκος σχεδίασε την εκκλησία του χωριού του.
Μανιάτικα πυργόσπιτα

Δημάκος από το Δρύαλο (ή τον Τσόπακα).
Στάθης Μιχαλάκος από το Δρύαλο, που έχτισε στη Μπαμπάκα το σπίτι των Νικολινιάνων.
~Στην Μπαμπάκα έχτισε και ένας άλλος μάστορας, όπως μας λέει η επιγραφή στο μισοτελειωμένο τμήμα χτίσματος του συγκροτήματος Πουλικάκου “Ωκοδομήθη υπό Β.(ασιλείου) Βασιλακάκου, εν έτει 1895”, γύρω από το μονόγραμμα “Δ.Ν.Π.”(ουλικάκου), προφανώς του σπιτονοικοκύρη. Η οικογένεια Βασιλακάκου, από την Αφαλωτή (ή Ομφαλωτή) Καφιώνας, ήταν γνωστή μαστόρικη οικογένεια. Οι δυο Βασιλακάκοι, Παναγιώτης και Μιχάλης, χτίσανε το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου μαζί με το καμπαναριό στο χωριό Καρύνια, κοντά στη Μίνα, που οι ντόπιοι έλεγαν γι' αυτούς ότι “είχαν απ' όλα τα χειρότεχνα και το σχέδιο τόχαν από την Κωνσταντινούπολη”. 
Μια μαρτυρία απογόνου της σπουδαίας αυτής μαστορικής οικογένειας μας λέει ότι "ήταν πατέρας και γιος, ο παππούς της μανούλας μου ο Παναγιώτης και ο Μιχάλης, ο πατέρας της, δηλαδή ο παππούς μου και ο προπάππος μου (ο Μιχάλης σκοτώθηκε στον Α' παγκόσμιο πόλεμο). Ονομαστός μάστορας ο Παναγιώτης, έκανε τους τρούλους εκκλησιών και τις καμάρες. Μια τέτοια καμάρα, η μεγαλύτερη σε πλάτος, είναι η δική του και υπάρχει και σήμερα και κατοικείται. Ήταν λιοτρίβι. Η οικογένεια Βασιλακάκου είναι από την Ομφαλωτή, οικισμός μικρός της Καφιώνας, εκεί που υπάρχει κοτρώνι-ριζωμιά που μοιάζει σαν ομφαλός. Υπάρχουν σήμερα απόγονοι στην Ομφαλωτή, μένουν βέβαια Αθήνα". (10)
~Η οικογένεια Μπουραζάνη, ήταν μια άλλη μαστοροοικογένεια της Δυτικής Μάνης. Ο Θανάσης Μπουραζάνης αποκατέστησε τον πύργο Ριζεάκου στο Φλομοχώρι, από το σεισμό του 1901.
Λαγκάδα Μάνης

~Άλλα γνωστά ονόματα μαστόρων από την Κίττα είναι ο Βαγάκης Παπαδάκος (από τον οποίο προέρχονται οι Βαγιακάνοι), ο Δικαίος Β. Βαγιακάκος, ο Θεόδωρος Βουτεράκος και ο Πέτρος Καβούρης ή Μπαμπάος, που δούλεψε και έξω από τη Μάνη, στο Πεταλίδι, στη Σκάλα Λακωνίας και αλλού.
~Μετά το 1900, σπουδαίοι μαστόροι ήταν τα αδέλφια Γαλάνη και Γιάννης και Γεωργάκης Οικονομάκης από τον οικισμό ελιάς, του Κούνου.
~Επίσης γνωστά είναι τα ονόματα του Γιαννακουλάκου από τον Πύργο, του Γρηγόρη Σούμπαση από τη Χαριά και του Μιχάλη Πετράκου από του Καλού.
~Σπουδαίος μάστορας ήταν ο Λυκούργος Μπαρέλος, από την Αρεόπολη (Τζίμοβα), που έχτισε όπως λέγεται, το γνωστό δικό του πύργο, το σπίτι του Ι. Βαγιακάκου, όπως και πολλά χτίσματα στην Κοίτα. Από την Αρεόπολη επίσης ήταν και ο Θόδωρος Αλέπης, που δούλεψε στο Γύθειο κατασκευάζοντας τη μαρμαρένια σκάλα από Μαυροβούνι προς Κρανάη.
Πύργος Λιμπέρη
~Γνωστή είναι επίσης και η οικογένεια των Ξιφαραίων από τα Ξιφαριάνικα, κοντά στην Αρεόπολη, με τα παλιότερα μέλη της να δουλεύουν και στο Φλομοχώρι. Ο Γιώργης Ξιφαράς έχτισε το γυμνάσιο στην Αρεόπολη.
~Από το Οίτυλο, το χωριό με τη σπουδαία παράδοση στη μαστορική τέχνη, γνωστοί ήταν ο Γιάννης Βουνισέας και ο Γιάννης Πιερακέας, που έφτιαχνε όμορφες καμάρες.
~Από το μαστοροχώρι Χοτάσια, ήταν γνωστοί επίσης για τη γνώση τους στην κατασκευή καμάρων οι Αγαμέμνων, Ανδρέας και Δημήτρης Πατουχέας.

~Φημισμένοι τεχνίτες για καμάρες, ήταν επίσης ο Μιχαλέας ή Μουλαροφώνης από την Πλάτσα, ο Κώστας Σεκούρης, και ο Ξεροβάσιλας από το Νομιτσί, οι Ζυγουραίοι από το μαστοροχώρι Καφιώνα, με πιο γνωστό τον Πέτρο Ζυγούρη και τα δυο παιδιά του Παύλο και Παναγιώτη, που χτίσανε την Αγία Τριάδα στο Φλομοχώρι. Ο Παναγιώτης Ζυγούρης, σπουδαίος τεχνίτης, έχτιζε χωρίς ζύγι, με το μάτι. Ήταν επίσης πολύ καλός πελεκάνος χτίζοντας τον πύργο του γιατρού Χριστέα στην Πλάτσα, ήξερε και “εγύριζε καμίνια”, ήταν μαρμαρογλύπτης και ξυλογλύπτης.
Πυργόσπιτο Μάνης
~Μαστόροι από την Λαγκάδα ήταν επίσης οι Ηλίας Μερκουρέας, Σπύρος Γιολδασέας, ίσως κάποιος Φαλέρης και η οικογένεια Κοτταίοι, αποτελούμενη από τον πατέρα Νικόλαο Κοττέα και τα παιδιά του Γιάννη και Αλέξη. Οι δυο τελευταίοι φτιάξανε την εκκλησία “Εισόδια της Παναγίας”, στη Λαγκάδα στα “1911 Ι(ΟΥ)Λ. 7”.
~Από τον οικισμό Ίσνα (Ελαιοχώρι) της περιοχής Λεύκτρου, ήταν ο σπουδαίος πετροφάος Δημήτρης Αποστολέας, ενώ από την Κάτω Ρίγκλια τα αδέλφια Σωτήρης, που ήταν και μαραγκός, Γιώργης και μαστρο-Στέλιος Θεοδωρακέας, που εκτός των άλλων έχτισε το ένα καμπαναριό του ναού της Παναγίας, στα Γιαννιτσάνικα της Καλαμάτας.
Πύργος στην Καρδαμύλη

~Από το Νιοχώρι Λεύκτρου γνωστοί ήταν οι Χοτζέας και Σπύρος Πετριμέας, που ήταν επιπλέον ξυλουργός, οργανοποιός και γλύπτης της πέτρας.
~Από τα Τσέρια, γνωστό μαστοροχώρι κοντά στην Καρδαμύλη και σε υψόμετρο 600 μέτρων, ήταν οι Σωτήρης Κυριακέας, Ηλίας Ταβ(ου)λαρίδης (το γένος Ταβουλαρέα), Χρ. Κουρέας, οι Μαυρουδαίοι, Π. Παυλέας, η πολύ γνωστή οικογένεια των Καραμαναίων, ο Βαγγέλης Σιαφιολέας κ. ά. Οι Τσεριώτες μαστόροι, το 1930, έχτισαν τις ξερολιθιές του μονοπατιού που οδηγεί στο γεφύρι του Κοσκάρακα. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν φημισμένοι μάστορες της πέτρας (πετροπελεκητάδες), γι' αυτό και τα περισσότερα σπίτια του χωριού τους είναι πραγματικά μνημεία. Ακόμα διακρίνονται τα διάφορα σημεία εξόρυξης της πέτρας για τις διάφορες κατασκευές καθώς και για τις στέγες των σπιτιών τους.
Στα Τσέρια ο ναός του Ταξιάρχη είναι χτισμένος από τον Μητροδημητράκη το 1836, ενώ το πανέμορφο καμπαναριό το έχτισε ο Παναγιώτης Καραμανέας το 1844. Το τότε καμπαναριό ήταν δύο μέτρα ψηλότερο, αλλά ένας κεραυνός το 1890 το κατέστρεψε και έτσι χτίστηκε μικρότερο για λόγους στατικότητας από τον Πέτρο Λαλέα, υπό την επίβλεψη του γηραιού Π. Καραμανέα.
Γεφύρι στα Τσέρια
~Από τη Λιασίνοβα (Προσήλιο) κατάγονταν οι Διαμανταίοι, με επικεφαλής τον πατέρα τους μαστρο-Πέτρο Διαμαντέα.
~Από τη Λάγεια (της Προσηλιακής Μάνης) προέρχονται οι Γιώργης Γκιτάκος, Σ. Καλημέρης από τα Κορογονιάννικα, Παναγιώτης Ζοβόλης (ή Ζαβόλιας ή Φασουλής) και ο μαστρ' Αντώνης Βουγιουκλάκης.
~Από την Πάλυρο κατάγονται οι Κάσσηδες (που συνεχίζουν μέχρι τώρα την οικογενειακή παράδοση) και οι Τσιφογιαννακιάνοι.
Πύργος στην παραλία Φονιά

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τραγούδι “του γεφυριού της Άρτας”, που ήταν κτήμα όλου του Ελλαδικού χώρου με τις πάνω από 330 παραλλαγές, κάνει και εδώ την εμφάνισή του προσαρμοσμένο στις ανάγκες της περιοχής και εκφράζοντας τους ανθρώπους της, μέσα από την παρακάτω παραλλαγή που κυρίως λεγόταν από τις μανιάτισσες στα περίφημα μοιρολόγια τους.
Σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα αποδότες
γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι
ολημερίς το χτίνανεν, το βράδυ τους εχάλα.
Βγήκε φερμάνι από βασιλιά να διώξει τους μαστόρους.
Πουλάκι διάει κι έκατσε στη μεσιανή κολόνα
δεν εκελάηδα σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι,
μόν' εκελάηδα ανθρωπινά, ανθρώπινη λαλίτσα:
-Αν δεν στοιχειώστε άνθρωπον, γιοφύρι δε θα κτίσθε,
μηδέ πτωχός μηδ' άρχοντας,
μόνον του πρωτομάστορα, του Γιώργη τη γυναίκα.
Κι ο Γιώργης όπου τ' άκουσεν πολύ του κακοφάνει.
-Γειά σου χαρά σου, Λένω μου. - Καλώς τονε το Γιώργη.
Γιώργη, γιατί 'σαι κίτρινος, γιατί 'σαι μαραμένος;
-Λούσου, κτενίσου, Λένω μου, και φόρα τα σκουτιά σου,
γιατί θε να σε χτίσουνε στης Άρτας το ποτάμι!
Αγάλια-αγάλια, Γιώργη μου,
να λυκοδέσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.
Τρεις αδελφούλες είχα 'γω και πήγαν κακοθάνατες,
η μια πνιχτή στη θάλασσα και η άλλη στα Παρίσα
και η τρίτη η στερνότερη στης Άρτας το ποτάμι.
Και όπως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι
και όπως τρέμουν τα μαλλάκια μου να τρέμει το ποτάμι. (11)


Βιβλιογραφία-σημειώσεις
  1. Αργύρης Πετρονώτης. “Μανιάτες μαστόροι”. Λακωνικαί Σπουδαί Ε΄. σελ. 171. 1980
  2. Π. Καλονάρος. “Ηθικογραφικά Μάνης”, σελ. 47. Αθήνα 1934
  3. Μιχάλης Κάσσης. “Οι Πετροφάοι της Μάνης και η προσφορά τους στη μανιάτικη λαϊκή αρχιτεκτονική”. Λακωνικαί Σπουδαί, Ε'. σελ. 383,384. 1980
  4. Κυριάκος Κάσσης. “Λαογραφία της Μέσα Μάνης” Α' 1980, σελ. 217
  5. Αργύρης Πετρονώτης, όπως παραπάνω σελ.186
  6. Ομοίως, σελ. 58
  7. Μιχάλης Κάσσης, όπως παραπάνω, σελ. 381, 382
  8. Ομοίως, σελ. 382, 383
  9. Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου”. Εκδ. οικ. ΜΕΛΙΣΣΑ. Σελ. 40 και 189. Αθήνα 1983.
  10.   Μαρτυρία στον γράφοντα της Eleni Bathrellou-Klironomou.
    11. “Τα τραγούδια του Κάτω κόσμου”, εκδ. “Το ροδακιό”, σελ. 116. Καταγράφηκε από τον μαθητή του Ν. Πολίτη, Σωκράτη Κουγέα